αγυρτικος

αγυρτικος
    ἀγυρτικός
    3
    шарлатанский
    

ἀ. μάντις Plut. — лжепрорицатель;

    ἀγυρτικοὴ πίνακες Plut. — шарлатанские снотолковательные таблицы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγυρτικος" в других словарях:

  • ἀγυρτικός — vagabond masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά …   Dictionary of Greek

  • αγυρτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αγύρτη: Μεταχειρίστηκε αγυρτικές μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγυρτικά — ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc pl ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc/acc dual ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικῶν — ἀγυρτικός vagabond fem gen pl ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικόν — ἀγυρτικός vagabond masc acc sg ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικαῖς — ἀγυρτικός vagabond fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικαί — ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικοῦ — ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικούς — ἀγυρτικός vagabond masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικῆς — ἀγυρτικός vagabond fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»